Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmalevolènza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [malevoˈlɛntsa] 1 κακία 2 κακοβουλία 3 μοχθηρία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |