Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


maledìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [maleˈdire]

καταριέμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  maledico maledizione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

malebolge (θηλ. ουσ πληθ.)
maledettamente (επίρ.)
maledetto (ουσ αρσ )
maledetto (επίθ.)
maledico (αρσ. επίθ και ουσ)
maledire (ρ. μτβ.)
maledizione (θηλ.ουσ)
maleducatamente (επίρ.)
maleducato (ουσ αρσ )
maleducato (επίθ.)
maleducazione (θηλ.ουσ)
malefatta (θηλ.ουσ)
maleficio (ουσ αρσ )
malefico (αρσ. επίθ και ουσ)
malefizio (ουσ αρσ )
maleodorante (επίθ.)
maleolente (επίθ.)
malerba (θηλ.ουσ)
malese (ουσ αρσ και θηλ.)
malese (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---