Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


màle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmale]

το κακό

màle  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [ˈmale]

άσχημα, κακώς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  male! maleavviato  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


capire male = καταλαβαίνω λάθος || che male c'è? = πειράζει; || fare male = (dolore) πονώ, (sbagliare) βλάφτω || interpretare male = παρερμηνεύω || mal [αρσ.] d'auto = η ναυτία || mal [αρσ.] di denti = το πονόδοντο, ο πονόδοντος || mal [αρσ.] di gola = το πονόλαιμο, ο πονόλαιμος || mal [αρσ.] di mare = η ναυτία || mal [αρσ.] di pancia = ο κοιλόπονος, το πονόκοιλο || mal [αρσ.] di stomaco = ο πονοστόμαχος, το πονοστόμαχο || mal [αρσ.] di testa = ο πονοκέφαλος || mal [αρσ.] d'occhi = ο πονόματος || mal [αρσ.] ridotto = σε κακή κατάσταση || patire il mal d'auto = το αυτοκίνητο με ζαλίζει || patire il mal di mare = το πλοίο με ζαλίζει || sentirsi male = αισθάνομαι άσχημα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

maldicente (ουσ αρσ και θηλ.)
maldicente (επίθ.)
maldicenza (θηλ.ουσ)
maldisposto (επίθ.)
male! (επιφ.)
male (ουσ αρσ )
male (επίρ.)
maleavviato (επίθ.)
malebolge (θηλ. ουσ πληθ.)
maledettamente (επίρ.)
maledetto (ουσ αρσ )
maledetto (επίθ.)
maledico (αρσ. επίθ και ουσ)
maledire (ρ. μτβ.)
maledizione (θηλ.ουσ)
maleducatamente (επίρ.)
maleducato (ουσ αρσ )
maleducato (επίθ.)
maleducazione (θηλ.ουσ)
malefatta (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---