Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmalcontènto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,malkonˈtɛnto] 1 απαρέσκεια 2 δυσαρέστηση 3 δυσαρέσκεια 4 αγανάκτηση 5 χόλιασμα 6 ψύχρανση 7 δυσφορία 8 παράπονο malcontènto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [,malkonˈtɛnto] 1 απελπισμένος 2 αποκαρδιωμένος 3 απαρηγόρητος 4 δυσαρεστημένος 5 απογοητευμένος 6 αηδιασμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |