Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


malavventuràto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [,malavventuˈrato]

1 άτυχος
2 άμοιρος
3 δύστυχος
4 κακότυχος
5 δυστυχής
6 ατυχής
7 δύσμοιρος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  malavveduto malavvezzo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

malauguroso (επίθ.)
malaventura (θηλ.ουσ)
malavita (θηλ.ουσ)
malavoglia (θηλ.ουσ)
malavveduto (επίθ.)
malavventurato (επίθ.)
malavvezzo (επίθ.)
malavvisato (επίθ.)
Malaysia (θηλ.ουσ)
malaysiano (ουσ αρσ )
malaysiano (επίθ.)
malcaduco (ουσ αρσ )
malcapitato (ουσ αρσ )
malcapitato (επίθ.)
malcauto (επίθ.)
malcerto (αρσ. επίθ και ουσ)
malconcio (επίθ.)
malconsigliato (επίθ.)
malcontento (ουσ αρσ )
malcontento (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---