Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmalànno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [maˈlanno] η συμφορά permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαprendersi un malanno = παίρνω αρρώστια Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |