ItalianoGreco


longèvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [lonˈʤɛvo]

1 μακροχρόνιος
2 ανθεκτικός
3 πολύχρονος
4 πολυζώητος
5 μακροβίοτος
6 αιωνόβιος
7 κορακοζώητος
8 μακρόβιος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---