Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


longèvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [lonˈʤɛvo]

1 μακροχρόνιος
2 ανθεκτικός
3 πολύχρονος
4 πολυζώητος
5 μακροβίοτος
6 αιωνόβιος
7 κορακοζώητος
8 μακρόβιος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  longevità longherina  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

londinese (επίθ.)
Londra (θηλ.ουσ)
longanime (επίθ.)
longanimità (θηλ.ουσ)
longevità (θηλ.ουσ)
longevo (επίθ.)
longherina (θηλ.ουσ)
longherone (ουσ αρσ )
longilineo (αρσ. επίθ και ουσ)
longitipo (ουσ αρσ )
longitudinale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
longitudinalmente (επίρ.)
longitudine (θηλ.ουσ)
longobardico (επίθ.)
longobardo (ουσ αρσ )
longobardo (επίθ.)
long play (επίθ.)
lontanamente (επίρ.)
lontananza (θηλ.ουσ)
lontano (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---