Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlongobàrdo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [longoˈbardo] κάτοικος της Λογκοβαρδίας longobàrdo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [longoˈbardo] ο της Λογκοβαρδίας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |