Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


loquèla  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [loˈkwɛla]

1 ευγλωττία
2 τρόπος ομιλίας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  loquacità lord  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lontra (θηλ.ουσ)
lonza (θηλ.ουσ)
loppa (θηλ.ουσ)
loquace (επίθ.)
loquacità (θηλ.ουσ)
loquela (θηλ.ουσ)
lord (ουσ αρσ )
lordare (ρ. μτβ.)
lordarsi (ρ.μ. (αντων.))
lordo (αρσ. επίθ και ουσ)
lordosi (θηλ.ουσ)
lordume (ουσ αρσ )
lordura (θηλ.ουσ)
lori (ουσ αρσ )
lorica (θηλ.ουσ)
lorichetto (ουσ αρσ )
loro (αντων.)
losanga (θηλ.ουσ)
losangato (επίθ.)
Losanna (κύρ.όν. θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---