Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlord
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈlɔrd] 1 κύριος 2 λόρδος 3 άρχοντας 4 αφέντης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |