Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lontàno  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [lonˈtano]

μακρινός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lontananza lontra  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

longobardo (ουσ αρσ )
longobardo (επίθ.)
long play (επίθ.)
lontanamente (επίρ.)
lontananza (θηλ.ουσ)
lontano (αρσ. επίθ και ουσ)
lontra (θηλ.ουσ)
lonza (θηλ.ουσ)
loppa (θηλ.ουσ)
loquace (επίθ.)
loquacità (θηλ.ουσ)
loquela (θηλ.ουσ)
lord (ουσ αρσ )
lordare (ρ. μτβ.)
lordarsi (ρ.μ. (αντων.))
lordo (αρσ. επίθ και ουσ)
lordosi (θηλ.ουσ)
lordume (ουσ αρσ )
lordura (θηλ.ουσ)
lori (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---