Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


longitìpo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [lonʤiˈtipo]

1 ψηλολέλεκας
2 νταγλαράς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  longilineo longitudinale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

longevità (θηλ.ουσ)
longevo (επίθ.)
longherina (θηλ.ουσ)
longherone (ουσ αρσ )
longilineo (αρσ. επίθ και ουσ)
longitipo (ουσ αρσ )
longitudinale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
longitudinalmente (επίρ.)
longitudine (θηλ.ουσ)
longobardico (επίθ.)
longobardo (ουσ αρσ )
longobardo (επίθ.)
long play (επίθ.)
lontanamente (επίρ.)
lontananza (θηλ.ουσ)
lontano (αρσ. επίθ και ουσ)
lontra (θηλ.ουσ)
lonza (θηλ.ουσ)
loppa (θηλ.ουσ)
loquace (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---