Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlongevità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [lonʤeviˈta] 1 μακροβιότητα 2 μακροζωία 3 μακροημέρευση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |