Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


longànime  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [lonˈganime]

1 υπομονετικός
2 μακρόθυμος
3 αμνησίκακος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Londra longanimità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lombricale (αρσ. επίθ και ουσ)
lombrico (ουσ αρσ )
londinese (ουσ αρσ και θηλ.)
londinese (επίθ.)
Londra (θηλ.ουσ)
longanime (επίθ.)
longanimità (θηλ.ουσ)
longevità (θηλ.ουσ)
longevo (επίθ.)
longherina (θηλ.ουσ)
longherone (ουσ αρσ )
longilineo (αρσ. επίθ και ουσ)
longitipo (ουσ αρσ )
longitudinale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
longitudinalmente (επίρ.)
longitudine (θηλ.ουσ)
longobardico (επίθ.)
longobardo (ουσ αρσ )
longobardo (επίθ.)
long play (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---