Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlonganimità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [longanimiˈta] 1 ανεξικακία 2 επιείκεια 3 ανοχή 4 μακροθυμία 5 ανεκτικότητα 6 υπομονή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |