Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


irresolutézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [irresoluˈtettsa]

1 αναποφασιστικότητα
2 αβουλία
3 δυστοκία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  irresolubilità irresoluto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

irrequietudine (θηλ.ουσ)
irresistibile (επίθ.)
irresistibilità (θηλ.ουσ)
irresolubile (επίθ.)
irresolubilità (θηλ.ουσ)
irresolutezza (θηλ.ουσ)
irresoluto (επίθ.)
irresoluzione (θηλ.ουσ)
irrespirabile (επίθ.)
irresponsabile (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
irresponsabilità (θηλ.ουσ)
irrestringibile (επίθ.)
irretire (ρ. μτβ.)
irretroattività (θηλ.ουσ)
irretroattivo (επίθ.)
irreverente (επίθ.)
irreversibile (επίθ.)
irreversibilità (θηλ.ουσ)
irrevocabile (επίθ.)
irrevocabilità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---