Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


irresponsabilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [irresponsabiliˈta]

1 ασυδοσία
2 αναξιοπιστία
3 ανευθυνότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  irresponsabile irrestringibile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

irresolutezza (θηλ.ουσ)
irresoluto (επίθ.)
irresoluzione (θηλ.ουσ)
irrespirabile (επίθ.)
irresponsabile (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
irresponsabilità (θηλ.ουσ)
irrestringibile (επίθ.)
irretire (ρ. μτβ.)
irretroattività (θηλ.ουσ)
irretroattivo (επίθ.)
irreverente (επίθ.)
irreversibile (επίθ.)
irreversibilità (θηλ.ουσ)
irrevocabile (επίθ.)
irrevocabilità (θηλ.ουσ)
irrevocato (επίθ.)
irricevibile (επίθ.)
irriconoscibile (επίθ.)
irridere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
irriducibile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---