Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


irreversibilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [irreversibiliˈta]

μη αντιστρεπτότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  irreversibile irrevocabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

irretire (ρ. μτβ.)
irretroattività (θηλ.ουσ)
irretroattivo (επίθ.)
irreverente (επίθ.)
irreversibile (επίθ.)
irreversibilità (θηλ.ουσ)
irrevocabile (επίθ.)
irrevocabilità (θηλ.ουσ)
irrevocato (επίθ.)
irricevibile (επίθ.)
irriconoscibile (επίθ.)
irridere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
irriducibile (επίθ.)
irriducibilità (θηλ.ουσ)
irriferibile (επίθ.)
irriflessione (θηλ.ουσ)
irriflessivo (επίθ.)
irrigabile (επίθ.)
irrigare (ρ. μτβ.)
irrigatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---