Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


irrevocàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [irrevoˈkabile]

1 τελεσίδικος
2 οριστικός
3 ανέκκλητος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  irreversibilità irrevocabilità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

irretroattività (θηλ.ουσ)
irretroattivo (επίθ.)
irreverente (επίθ.)
irreversibile (επίθ.)
irreversibilità (θηλ.ουσ)
irrevocabile (επίθ.)
irrevocabilità (θηλ.ουσ)
irrevocato (επίθ.)
irricevibile (επίθ.)
irriconoscibile (επίθ.)
irridere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
irriducibile (επίθ.)
irriducibilità (θηλ.ουσ)
irriferibile (επίθ.)
irriflessione (θηλ.ουσ)
irriflessivo (επίθ.)
irrigabile (επίθ.)
irrigare (ρ. μτβ.)
irrigatore (ουσ αρσ )
irrigatore (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---