Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


irretìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [irreˈtire]

1 καταδολιεύομαι
2 παγιδεύω
3 πιάνω με παγίδα
4 εξαπατώ
5 τσακώνω
6 μπλέκω ή κρατώ σαν σε παγίδα
7 στήνω παγίδα
8 συλλαμβάνω με παγίδα
9 δελεάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  irrestringibile irretroattività  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

irresoluzione (θηλ.ουσ)
irrespirabile (επίθ.)
irresponsabile (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
irresponsabilità (θηλ.ουσ)
irrestringibile (επίθ.)
irretire (ρ. μτβ.)
irretroattività (θηλ.ουσ)
irretroattivo (επίθ.)
irreverente (επίθ.)
irreversibile (επίθ.)
irreversibilità (θηλ.ουσ)
irrevocabile (επίθ.)
irrevocabilità (θηλ.ουσ)
irrevocato (επίθ.)
irricevibile (επίθ.)
irriconoscibile (επίθ.)
irridere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
irriducibile (επίθ.)
irriducibilità (θηλ.ουσ)
irriferibile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---