Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


irrestringìbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [irrestrinˈʤibile]

1 που δεν συστέλλεται
2 που δεν μαζεύει
3 ασμίκρυντος
4 που δεν μπαίνει


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  irresponsabilità irretire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

irresoluto (επίθ.)
irresoluzione (θηλ.ουσ)
irrespirabile (επίθ.)
irresponsabile (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
irresponsabilità (θηλ.ουσ)
irrestringibile (επίθ.)
irretire (ρ. μτβ.)
irretroattività (θηλ.ουσ)
irretroattivo (επίθ.)
irreverente (επίθ.)
irreversibile (επίθ.)
irreversibilità (θηλ.ουσ)
irrevocabile (επίθ.)
irrevocabilità (θηλ.ουσ)
irrevocato (επίθ.)
irricevibile (επίθ.)
irriconoscibile (επίθ.)
irridere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
irriducibile (επίθ.)
irriducibilità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---