Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


irresistìbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [irresisˈtibile]

1 απρόσβλητος
2 ακαταγώνιστος
3 ακαταμάχητος
4 αμάχητος
5 ακατάσχετος
6 αχτύπητος
7 ανίκητος
8 ακατάβλητος
9 αήττητος
10 απροσμάχητος
11 αδήριτος
12 ακατανίκητος
13 ασυγκράτητος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  irrequietudine irresistibilità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

irreprensibilità (θηλ.ουσ)
irreprimibile (επίθ.)
irrequietezza (θηλ.ουσ)
irrequieto (επίθ.)
irrequietudine (θηλ.ουσ)
irresistibile (επίθ.)
irresistibilità (θηλ.ουσ)
irresolubile (επίθ.)
irresolubilità (θηλ.ουσ)
irresolutezza (θηλ.ουσ)
irresoluto (επίθ.)
irresoluzione (θηλ.ουσ)
irrespirabile (επίθ.)
irresponsabile (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
irresponsabilità (θηλ.ουσ)
irrestringibile (επίθ.)
irretire (ρ. μτβ.)
irretroattività (θηλ.ουσ)
irretroattivo (επίθ.)
irreverente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---