Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόincontrollàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [inkontrolˈlato] 1 ακάθεκτος 2 ασυγκράτητος 3 ανεξέλεγκτος 4 αχαλίνωτος 5 ανέλεγκτος 6 ακατάσχετος 7 ανεπιβεβαίωτος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |