Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incoraggiaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inkoradʤaˈmento]

1 ενδυνάμωση
2 εμψύχωση
3 ενθάρρυνση
4 προώθηση
5 εγκαρδίωση
6 υπόθαλψη
7 παρακίνηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incoordinazione incoraggiante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inconvenienza (θηλ.ουσ)
inconvertibile (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
inconvertibilità (θηλ.ουσ)
inconvincibile (επίθ.)
incoordinazione (θηλ.ουσ)
incoraggiamento (ουσ αρσ )
incoraggiante (επίθ.)
incoraggiare (ρ. μτβ.)
incorare (ρ. μτβ.)
incordare (ρ. μτβ.)
incordarsi (ρ.μ. (αντων.))
incordatura (θηλ.ουσ)
incornare (ρ. μτβ.)
incornata (θηλ.ουσ)
incorniciare (ρ. μτβ.)
incorniciato (επίθ.)
incorniciatura (θηλ.ουσ)
incoronamento (ουσ αρσ )
incoronare (ρ. μτβ.)
incoronazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---