Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incoraggiànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inkoradˈʤante]

1 εμψυχωτικός
2 προτρεπτικός
3 εγκαρδιωτικός
4 ενθαρρυντικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incoraggiamento incoraggiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inconvertibile (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
inconvertibilità (θηλ.ουσ)
inconvincibile (επίθ.)
incoordinazione (θηλ.ουσ)
incoraggiamento (ουσ αρσ )
incoraggiante (επίθ.)
incoraggiare (ρ. μτβ.)
incorare (ρ. μτβ.)
incordare (ρ. μτβ.)
incordarsi (ρ.μ. (αντων.))
incordatura (θηλ.ουσ)
incornare (ρ. μτβ.)
incornata (θηλ.ουσ)
incorniciare (ρ. μτβ.)
incorniciato (επίθ.)
incorniciatura (θηλ.ουσ)
incoronamento (ουσ αρσ )
incoronare (ρ. μτβ.)
incoronazione (θηλ.ουσ)
incorporamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---