Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incoraggiàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inkoradˈʤare]

ενθαρρίνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incoraggiante incorare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inconvertibilità (θηλ.ουσ)
inconvincibile (επίθ.)
incoordinazione (θηλ.ουσ)
incoraggiamento (ουσ αρσ )
incoraggiante (επίθ.)
incoraggiare (ρ. μτβ.)
incorare (ρ. μτβ.)
incordare (ρ. μτβ.)
incordarsi (ρ.μ. (αντων.))
incordatura (θηλ.ουσ)
incornare (ρ. μτβ.)
incornata (θηλ.ουσ)
incorniciare (ρ. μτβ.)
incorniciato (επίθ.)
incorniciatura (θηλ.ουσ)
incoronamento (ουσ αρσ )
incoronare (ρ. μτβ.)
incoronazione (θηλ.ουσ)
incorporamento (ουσ αρσ )
incorporante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---