Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inconveniènte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inkonveˈnjɛnte]

η δυσχέρεια, το εμπόδιο

inconveniènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inkonveˈnjɛnte]

1 ενοχλητικός
2 αταίριαστος
3 ακατάλληλος
4 απρόσφορος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inconturbabile inconvenienza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incontrollabile (επίθ.)
incontrollato (επίθ.)
incontroverso (επίθ.)
incontrovertibile (επίθ.)
inconturbabile (επίθ.)
inconveniente (ουσ αρσ )
inconveniente (επίθ.)
inconvenienza (θηλ.ουσ)
inconvertibile (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
inconvertibilità (θηλ.ουσ)
inconvincibile (επίθ.)
incoordinazione (θηλ.ουσ)
incoraggiamento (ουσ αρσ )
incoraggiante (επίθ.)
incoraggiare (ρ. μτβ.)
incorare (ρ. μτβ.)
incordare (ρ. μτβ.)
incordarsi (ρ.μ. (αντων.))
incordatura (θηλ.ουσ)
incornare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---