Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incóntro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inˈkontro]

η συνάντηση

incóntro  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [inˈkontro]

1 κατά
2 προς
3 εις
4 απέναντι
5 έναντι
6 εναντίον


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incontrastato incontrollabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incontrare (ρ. μτβ.)
incontrarsi (ρ.μ. (αντων.))
incontrastabile (επίθ.)
incontrastabilmente (επίρ.)
incontrastato (επίθ.)
incontro (ουσ αρσ )
incontro (επίρ.)
incontrollabile (επίθ.)
incontrollato (επίθ.)
incontroverso (επίθ.)
incontrovertibile (επίθ.)
inconturbabile (επίθ.)
inconveniente (ουσ αρσ )
inconveniente (επίθ.)
inconvenienza (θηλ.ουσ)
inconvertibile (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
inconvertibilità (θηλ.ουσ)
inconvincibile (επίθ.)
incoordinazione (θηλ.ουσ)
incoraggiamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---