Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incontràre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [inkonˈtrare]

1 έχω σουξέ
2 είμαι δημοφιλής

incontràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inkonˈtrare]

συναντώ

incontrarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [inkonˈtrarsi]

συναντιέμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incontinenza incontrastabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incontestabile (επίθ.)
incontestabilità (θηλ.ουσ)
incontestato (επίθ.)
incontinente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
incontinenza (θηλ.ουσ)
incontrare (ρ.αμτβ.)
incontrare (ρ. μτβ.)
incontrarsi (ρ.μ. (αντων.))
incontrastabile (επίθ.)
incontrastabilmente (επίρ.)
incontrastato (επίθ.)
incontro (ουσ αρσ )
incontro (επίρ.)
incontrollabile (επίθ.)
incontrollato (επίθ.)
incontroverso (επίθ.)
incontrovertibile (επίθ.)
inconturbabile (επίθ.)
inconveniente (ουσ αρσ )
inconveniente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---