Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόincontinènte
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [inkontiˈnɛnte] 1 ακάθεκτος 2 ακράτητος 3 ασυγκράτητος 4 αχαλίνωτος 5 έκλυτος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |