Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incontinènte  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [inkontiˈnɛnte]

1 ακάθεκτος
2 ακράτητος
3 ασυγκράτητος
4 αχαλίνωτος
5 έκλυτος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incontestato incontinenza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incontentabile (επίθ.)
incontentabilità (θηλ.ουσ)
incontestabile (επίθ.)
incontestabilità (θηλ.ουσ)
incontestato (επίθ.)
incontinente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
incontinenza (θηλ.ουσ)
incontrare (ρ.αμτβ.)
incontrare (ρ. μτβ.)
incontrarsi (ρ.μ. (αντων.))
incontrastabile (επίθ.)
incontrastabilmente (επίρ.)
incontrastato (επίθ.)
incontro (ουσ αρσ )
incontro (επίρ.)
incontrollabile (επίθ.)
incontrollato (επίθ.)
incontroverso (επίθ.)
incontrovertibile (επίθ.)
inconturbabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---