Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incontentabilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [inkontentabiliˈta]

1 ιδιότητα του απαιτητικού
2 αχορτασιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incontentabile incontestabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inconsunto (επίθ.)
incontaminabile (επίθ.)
incontaminato (επίθ.)
incontenibile (επίθ.)
incontentabile (επίθ.)
incontentabilità (θηλ.ουσ)
incontestabile (επίθ.)
incontestabilità (θηλ.ουσ)
incontestato (επίθ.)
incontinente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
incontinenza (θηλ.ουσ)
incontrare (ρ.αμτβ.)
incontrare (ρ. μτβ.)
incontrarsi (ρ.μ. (αντων.))
incontrastabile (επίθ.)
incontrastabilmente (επίρ.)
incontrastato (επίθ.)
incontro (ουσ αρσ )
incontro (επίρ.)
incontrollabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---