Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incontrastabilménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [inkontrastabilˈmente]

1 αδιαφιλονίκητα
2 αδιαμφισβήτητα
3 αναμφισβήτητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incontrastabile incontrastato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incontinenza (θηλ.ουσ)
incontrare (ρ.αμτβ.)
incontrare (ρ. μτβ.)
incontrarsi (ρ.μ. (αντων.))
incontrastabile (επίθ.)
incontrastabilmente (επίρ.)
incontrastato (επίθ.)
incontro (ουσ αρσ )
incontro (επίρ.)
incontrollabile (επίθ.)
incontrollato (επίθ.)
incontroverso (επίθ.)
incontrovertibile (επίθ.)
inconturbabile (επίθ.)
inconveniente (ουσ αρσ )
inconveniente (επίθ.)
inconvenienza (θηλ.ουσ)
inconvertibile (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
inconvertibilità (θηλ.ουσ)
inconvincibile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---