Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


giùnta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʤunta]

(governo militare) η χούντα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  giunonico giuntare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

giungere (ρ.αμτβ.)
giungere (ρ. μτβ.)
giungla (θηλ.ουσ)
giunone (θηλ.ουσ)
giunonico (επίθ.)
giunta (θηλ.ουσ)
giuntare (ρ. μτβ.)
giuntatrice (θηλ.ουσ)
giunto (ουσ αρσ )
giunto (επίθ.)
giuntura (θηλ.ουσ)
giunzione (θηλ.ουσ)
giuoco (ουσ αρσ )
giuramento (ουσ αρσ )
giurare (ρ.αμτβ.)
giurassico (αρσ. επίθ και ουσ)
giurato (ουσ αρσ )
giurato (επίθ.)
giureconsulto (ουσ αρσ )
giurese (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---