ItalianoGreco


giùnto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʤunto]

1 σύνδεση
2 συρραφή
3 ένωση
4 μάτισμα

giùnto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈʤunto]

σφιγμένος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---