Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


giùnto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʤunto]

1 σύνδεση
2 συρραφή
3 ένωση
4 μάτισμα

giùnto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈʤunto]

σφιγμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  giuntatrice giuntura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

giunone (θηλ.ουσ)
giunonico (επίθ.)
giunta (θηλ.ουσ)
giuntare (ρ. μτβ.)
giuntatrice (θηλ.ουσ)
giunto (ουσ αρσ )
giunto (επίθ.)
giuntura (θηλ.ουσ)
giunzione (θηλ.ουσ)
giuoco (ουσ αρσ )
giuramento (ουσ αρσ )
giurare (ρ.αμτβ.)
giurassico (αρσ. επίθ και ουσ)
giurato (ουσ αρσ )
giurato (επίθ.)
giureconsulto (ουσ αρσ )
giurese (αρσ. επίθ και ουσ)
giuria (θηλ.ουσ)
giuridicamente (επίρ.)
giuridicità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---