Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgiunzióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ʤunˈtsjone] 1 ένωση 2 ζεύξη 3 δεσμός 4 σύζευξη 5 ραφή 6 συναρμογή 7 διασύνδεση 8 σύνδεση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |