Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


giuntùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʤunˈtura]

1 διακλάδωση
2 κλείδωση
3 άρθρωση
4 κόμβος
5 συμβολή
6 σύνδεση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  giunto giunzione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

giunta (θηλ.ουσ)
giuntare (ρ. μτβ.)
giuntatrice (θηλ.ουσ)
giunto (ουσ αρσ )
giunto (επίθ.)
giuntura (θηλ.ουσ)
giunzione (θηλ.ουσ)
giuoco (ουσ αρσ )
giuramento (ουσ αρσ )
giurare (ρ.αμτβ.)
giurassico (αρσ. επίθ και ουσ)
giurato (ουσ αρσ )
giurato (επίθ.)
giureconsulto (ουσ αρσ )
giurese (αρσ. επίθ και ουσ)
giuria (θηλ.ουσ)
giuridicamente (επίρ.)
giuridicità (θηλ.ουσ)
giuridico (επίθ.)
giurisdizionale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---