Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgiuntùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ʤunˈtura] 1 διακλάδωση 2 κλείδωση 3 άρθρωση 4 κόμβος 5 συμβολή 6 σύνδεση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |