Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgiuràto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ʤuˈrato] ένορκος giuràto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ʤuˈrato] 1 ορκωτός 2 ορκισμένος permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαguardia [θηλ.] giurata = ο φύλακας περιουσίας Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |