Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


giuràto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʤuˈrato]

ένορκος

giuràto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ʤuˈrato]

1 ορκωτός
2 ορκισμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  giurassico giureconsulto  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


guardia [θηλ.] giurata = ο φύλακας περιουσίας


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

giunzione (θηλ.ουσ)
giuoco (ουσ αρσ )
giuramento (ουσ αρσ )
giurare (ρ.αμτβ.)
giurassico (αρσ. επίθ και ουσ)
giurato (ουσ αρσ )
giurato (επίθ.)
giureconsulto (ουσ αρσ )
giurese (αρσ. επίθ και ουσ)
giuria (θηλ.ουσ)
giuridicamente (επίρ.)
giuridicità (θηλ.ουσ)
giuridico (επίθ.)
giurisdizionale (επίθ.)
giurisdizione (θηλ.ουσ)
giurisperito (ουσ αρσ )
giurisprudenza (θηλ.ουσ)
giurisprudenziale (επίθ.)
giurista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
giusnaturalismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---