Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


giurisdizióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʤurizditˈtsjone]

1 δωσιδικία
2 δικαιοδοσία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  giurisdizionale giurisperito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

giuria (θηλ.ουσ)
giuridicamente (επίρ.)
giuridicità (θηλ.ουσ)
giuridico (επίθ.)
giurisdizionale (επίθ.)
giurisdizione (θηλ.ουσ)
giurisperito (ουσ αρσ )
giurisprudenza (θηλ.ουσ)
giurisprudenziale (επίθ.)
giurista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
giusnaturalismo (ουσ αρσ )
giusquiamo (ουσ αρσ )
giusta (πρόθ.)
giustacuore (ουσ αρσ )
giustamente (επίρ.)
giustapporre (ρ. μτβ.)
giustapposizione (θηλ.ουσ)
giustezza (θηλ.ουσ)
giustificabile (επίθ.)
giustificante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---