Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


giunóne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʤuˈnone]

η Ήρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  giungla giunonico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

giunchiglia (θηλ.ουσ)
giunco (ουσ αρσ )
giungere (ρ.αμτβ.)
giungere (ρ. μτβ.)
giungla (θηλ.ουσ)
giunone (θηλ.ουσ)
giunonico (επίθ.)
giunta (θηλ.ουσ)
giuntare (ρ. μτβ.)
giuntatrice (θηλ.ουσ)
giunto (ουσ αρσ )
giunto (επίθ.)
giuntura (θηλ.ουσ)
giunzione (θηλ.ουσ)
giuoco (ουσ αρσ )
giuramento (ουσ αρσ )
giurare (ρ.αμτβ.)
giurassico (αρσ. επίθ και ουσ)
giurato (ουσ αρσ )
giurato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---