Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


giùngere  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ˈʤunʤere]

φτάνω

giùngere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʤunʤere]

1 σφίγγω
2 ενώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  giunco giungla  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

giuncaia (θηλ.ουσ)
giuncata (θηλ.ουσ)
giuncheto (ουσ αρσ )
giunchiglia (θηλ.ουσ)
giunco (ουσ αρσ )
giungere (ρ.αμτβ.)
giungere (ρ. μτβ.)
giungla (θηλ.ουσ)
giunone (θηλ.ουσ)
giunonico (επίθ.)
giunta (θηλ.ουσ)
giuntare (ρ. μτβ.)
giuntatrice (θηλ.ουσ)
giunto (ουσ αρσ )
giunto (επίθ.)
giuntura (θηλ.ουσ)
giunzione (θηλ.ουσ)
giuoco (ουσ αρσ )
giuramento (ουσ αρσ )
giurare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---