Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgiunchéto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ʤunˈketo] τόπος γεμάτος βούρλα (χρησιμοποίησε καλύτερα το giuncaia) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |