Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ghéppio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈgeppjo]

γεράκι Falco tinnunculus


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ghepardo gheriglio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gettopropulsione (θηλ.ουσ)
geyser (ουσ αρσ )
geyserite (θηλ.ουσ)
ghenga (θηλ.ουσ)
ghepardo (ουσ αρσ )
gheppio (ουσ αρσ )
gheriglio (ουσ αρσ )
gherlino (ουσ αρσ )
gherminella (θηλ.ουσ)
ghermire (ρ. μτβ.)
gherone (ουσ αρσ )
ghetta (θηλ.ουσ)
ghettizzare (ρ. μτβ.)
ghettizzazione (θηλ.ουσ)
ghetto (ουσ αρσ )
ghia (θηλ.ουσ)
ghiacciaia (θηλ.ουσ)
ghiacciaio (ουσ αρσ )
ghiacciare (ρ.αμτβ.)
ghiacciare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---