Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgeyserìte
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [gajzeˈrite] ορυκτό χαλαζιακό που βρίσκεται σε πίδακες γκέιζερ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |