Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόghétta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈgetta] 1 γκέτα 2 παντελονάκια μωρού 3 περικνημίδα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |