Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ghermìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [gerˈmire]

1 αδράχνω
2 γραπώνω
3 αρπάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gherminella gherone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ghepardo (ουσ αρσ )
gheppio (ουσ αρσ )
gheriglio (ουσ αρσ )
gherlino (ουσ αρσ )
gherminella (θηλ.ουσ)
ghermire (ρ. μτβ.)
gherone (ουσ αρσ )
ghetta (θηλ.ουσ)
ghettizzare (ρ. μτβ.)
ghettizzazione (θηλ.ουσ)
ghetto (ουσ αρσ )
ghia (θηλ.ουσ)
ghiacciaia (θηλ.ουσ)
ghiacciaio (ουσ αρσ )
ghiacciare (ρ.αμτβ.)
ghiacciare (ρ. μτβ.)
ghiacciata (θηλ.ουσ)
ghiacciato (επίθ.)
ghiaccio (ουσ αρσ )
ghiaccio (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---