Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ghiacciàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [gjatˈʧare]

1 κρυσταλλιάζω
2 ξεπαγώνω
3 κρουσταλλιάζω
4 σκεπάζομαι με πάγο

ghiacciàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [gjatˈʧare]

1 καταψύχω
2 παγώνω
3 ψύχω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ghiacciaio ghiacciata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ghettizzazione (θηλ.ουσ)
ghetto (ουσ αρσ )
ghia (θηλ.ουσ)
ghiacciaia (θηλ.ουσ)
ghiacciaio (ουσ αρσ )
ghiacciare (ρ.αμτβ.)
ghiacciare (ρ. μτβ.)
ghiacciata (θηλ.ουσ)
ghiacciato (επίθ.)
ghiaccio (ουσ αρσ )
ghiaccio (επίθ.)
ghiacciolo (ουσ αρσ )
ghiaia (θηλ.ουσ)
ghiaiata (θηλ.ουσ)
ghiaietto (ουσ αρσ )
ghiaino (ουσ αρσ )
ghiaione (ουσ αρσ )
ghiaioso (επίθ.)
ghianda (θηλ.ουσ)
ghiandaia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---