Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ghiàccio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈgjatʧo]

ο πάγος

ghiàccio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈgjatʧo]

1 κατάκρυος
2 κρύος
3 παγωμένος
4 καταψυγμένος
5 ψυχρός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ghiacciato ghiacciolo  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


hockey [αρσ. άκλ.] su ghiaccio = το χόκεϊ στον πάγο


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ghiacciaio (ουσ αρσ )
ghiacciare (ρ.αμτβ.)
ghiacciare (ρ. μτβ.)
ghiacciata (θηλ.ουσ)
ghiacciato (επίθ.)
ghiaccio (ουσ αρσ )
ghiaccio (επίθ.)
ghiacciolo (ουσ αρσ )
ghiaia (θηλ.ουσ)
ghiaiata (θηλ.ουσ)
ghiaietto (ουσ αρσ )
ghiaino (ουσ αρσ )
ghiaione (ουσ αρσ )
ghiaioso (επίθ.)
ghianda (θηλ.ουσ)
ghiandaia (θηλ.ουσ)
ghiandola (θηλ.ουσ)
ghiandolare (επίθ.)
ghibli (ουσ αρσ )
ghiera (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---