Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόghiàccio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈgjatʧo] ο πάγος ghiàccio επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈgjatʧo] 1 κατάκρυος 2 κρύος 3 παγωμένος 4 καταψυγμένος 5 ψυχρός permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαhockey [αρσ. άκλ.] su ghiaccio = το χόκεϊ στον πάγο Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |