Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ghiaiàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [gjaˈjata]

στρώμα από χαλίκια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ghiaia ghiaietto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ghiacciato (επίθ.)
ghiaccio (ουσ αρσ )
ghiaccio (επίθ.)
ghiacciolo (ουσ αρσ )
ghiaia (θηλ.ουσ)
ghiaiata (θηλ.ουσ)
ghiaietto (ουσ αρσ )
ghiaino (ουσ αρσ )
ghiaione (ουσ αρσ )
ghiaioso (επίθ.)
ghianda (θηλ.ουσ)
ghiandaia (θηλ.ουσ)
ghiandola (θηλ.ουσ)
ghiandolare (επίθ.)
ghibli (ουσ αρσ )
ghiera (θηλ.ουσ)
ghigliottina (θηλ.ουσ)
ghigliottinare (ρ. μτβ.)
ghigna (θηλ.ουσ)
ghignare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---