Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόghétto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈgetto] 1 φτωχομαχαλάς 2 μαχαλάς 3 γκέτο 4 φτωχογειτονιά 5 υποβαθμισμένο αστικό κέντρο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |