Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόghènga
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈgɛnga] 1 ομάδα κομπιναδόρων 2 συμμορία 3 ομάδα 4 σπείρα 5 παρέα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |